Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾗ βούλονται

См. также в других словарях:

  • βούλονται — βούλομαι will pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλοντ' — βούλονται , βούλομαι will pres ind mp 3rd pl βούλοντο , βούλομαι will imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • REUS — Actori oppositus est. Postquam enim privatus civis, qui privati nomen deferre in animo habuit, eum in Ius vocavit, et Praetorem in Foro adiens, dicendi potestate acceptâ, postulavit, ut sibi nomen eius deferre liceret, re impetratâ, nomen detulit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσεπιδράσσομαι — και αττ. τ. προσεπιδράττομαι Α 1. αρπάζω κάτι για τον εαυτό μου και τό οικειοποιούμαι («τῆς Ἀσίας βούλονταί τινα προσεπιδράττεσθαι», Πολ.) 2. μτφ. επισύρω κάτι εναντίον μου («προσεπιδραττομένους ἅμα καὶ τὸν ἐξακολουθοῡντα τοῑς τοιούτοις φθόνον»,… …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …   Dictionary of Greek

  • συναιρετικός — ή, όν, ΜΑ [συναιρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο από κοινού μάζεμα («οἱ ἄζωνοι συναιρετικοὶ βούλονται εἶναι τῶν ζωνῶν», Δαμάσκ. Αρχ.) 2. ο επιτήδειος για περίληψη μσν. αυτός που είναι μαζί με άλλον μέλος μιας αίρεσης …   Dictionary of Greek

  • υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»